- ἀνάμβατος
- ἀν-άμ-βατος, nicht zu besteigen, ἵππος, Pferd ohne Reiter, nicht zugeritten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανάμβατος — ἀνάμβατος, ον (Α) (για άλογα) αυτός που δεν μπορεί να τόν ιππεύσει κανείς, αδάμαστος, ατίθασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀμβατός < ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός, τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί»] … Dictionary of Greek
ἀναμβάτους — ἀνάμβατος that one cannot mount masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)